- δακτυλοσκοπικός
- -ή, -όόποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλοσκοπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δακτυλοσκοπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τη δακτυλοσκοπία: Έγινε δακτυλοσκοπική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)